- ὑποδερμίδα
- ὑποδερμίςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδερμίδα — η / ὑποδερμίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. ο συνδετικός ιστός τού δέρματος κάτω από το χόριο 2. ζωολ. κάθε ιστός που βρίσκεται κάτω από το γνήσιο καλυπτήριο σύστημα, δηλαδή η επιφανειακή πλευρά κάτω από το δέρμα τών σπονδυλοζώων, ή κάτω από τους ιστούς… … Dictionary of Greek